- αυλοποιός
- ἀυλοποιός, ο (Α)κατασκευαστής αυλών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐλοποιός — flute maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλοποιοί — αὐλοποιός flute maker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλοποιοῦ — αὐλοποιός flute maker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλοποιούς — αὐλοποιός flute maker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλοποιῷ — αὐλοποιός flute maker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλοποιόν — αὐλοποιός flute maker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
αυλοποιία — αὐλοποιία και αὐλοποιική, η (Α) [αυλοποιός] η τέχνη της κατασκευής αυλών … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek